- μελῳδικῶς
- μελῳδικόςby means of melodyadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελωδικός — ή, ό (ΑM μελῳδικός, ή, όν) [μελωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελωδία ή αυτός που έχει μελωδία («μελωδική φωνή») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελωδικόν γλυκό και ευχάριστο τραγούδι. επίρρ... μελωδικώς και ά (ΑM μελῳδικῶς) με μελωδία … Dictionary of Greek
ДОГМАТИК — [греч. δογματικὸν (Θεοτοκίον)], один из видов богородичнов Октоиха. Д. называются стихиры на воскресных малой (богородичны на «Господи, воззвах» и на стиховне) и великой (богородичен на «Господи, воззвах») вечерен (в рукописях Д. иногда… … Православная энциклопедия